- επισφαίριον
- ἐπισφαίριον, τὸ (Α)1. καθετί που έχει σφαιρικό σχήμα2. (ειδ.) φρ. «ἐπισφαίριον ῥινός» — η άκρη τής μύτης (Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφαίρα + υποκορ. κατάλ. -ιoν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισφαίριον — tip neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PUGILLI — in Glossis ἐπίσφερα, pro ἐπίσφαιρα, more scribendi illis temporibus usitatô. Eaedem, Pugilia, ἐπισφέρια. Item, Pugil, πύκτης, ἐπισφαίριον. Caestibus opponuntur. Caestus enim ex crudo corio erant, plumbôque et ferrô insutô rigebbant: at Pugilli,… … Hofmann J. Lexicon universale
επισφαίρωμα — ἐπισφαίρωμα, τὸ (Μ) το ἐπισφαίριον* που τοποθετούσαν πάνω σε ένα αντικείμενο, π.χ. σε στέμμα, κόσμημα, στεφάνι κ.λπ … Dictionary of Greek
περισφαίριον — τὸ, Μ περικύκλιο, περιφέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφαῖρα (πρβλ. επισφαίριον, ημι σφαίριον)] … Dictionary of Greek